- θυηφάγος
- θῠη-φάγος [ᾰ], ον,A devouring offerings,
φλόξ A.Ag.597
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλόξ A.Ag.597
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… … Dictionary of Greek
θυηφάγον — θυηφάγος devouring offerings masc/fem acc sg θυηφάγος devouring offerings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek